Κάποτε λέει ήταν ένας βασιλιάς ο οποίος μάζευε έργα τέχνης. Μια μέρα κάποιος του παρουσίασε ένα γυάλινο μάτι τόσο όμοιο με αληθινό που ο βασιλιάς για να το αποκτήσει υποσχέθηκε να δώσει ό,τι ζητήσει ο κάτοχος του ματιού. Εκείνος τότε ζήτησε το βάρος του ματιού σε χρυσάφι.
«Αυτό είναι εύκολο», είπε ο βασιλιάς και βάζοντας το μάτι σε μια ζυγαριά έβαλε στον άλλο δίσκο της μία μεγάλη χούφτα χρυσά νομίσματα.
Όμως προς μεγάλη του έκπληξη το μάτι ήταν βαρύτερο από αυτά. Γέμισε τότε όλο το δίσκο αλλά το μάτι παρέμεινε βαρύτερο. Παραξενεμένος χρησιμοποίησε μεγαλύτερη ζυγαριά αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το γυάλινο μάτι, αλλά ολόιδιο με αληθινό ανθρώπινο, ήταν πολύ βαρύ για να το σηκώσουν τα πολλά κιλά χρυσού που υπήρχαν στον δίσκο.Ανήσυχος τότε ο βασιλιάς, που δεν μπορούσε να παραβεί την υπόσχεσή του, ζήτησε από τους σοφούς του παλατιού να του λύσουν το περίεργο αυτό πρόβλημα. Τότε κάποιος από αυτούς πλησιάζοντας την ζυγαριά σκέπασε το μάτι με λίγο χώμα. Αμέσως η ζυγαριά έγειρε προς τον βαρύ δίσκο με το χρυσάφι και ο σοφός απευθυνόμενος στον βασιλιά του είπε:
«Βασιλιά μου το μάτι του ανθρώπου είναι αχόρταγο. Μόνο ο θάνατος μπορεί να το σταματήσει».
Το αχόρταγο μάτι